- μποέμικος
- -η, -οαυτός που ζει σαν μποέμ ή που ταιριάζει στον μποέμ: Έκανε μποέμικη ζωή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μποέμικος — η, ο [μποέμ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μποέμ, ανέμελος, ξένοιαστος («μποέμικη ζωή»). επίρρ... μποέμικα με τρόπο που αρμόζει σε μποέμ, ανέμελα, ξένοιαστα … Dictionary of Greek